αιματοστάτης

αιματοστάτης

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αιματοστάτης" в других словарях:

  • αιματοστάτης — ή αιμοστάτης και ματοστάτης, ο αιματόπετρα, ημιπολύτιμος λίθος (ποικιλία τού αιματίτη). [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + στάτης < ρ. στέκω. ΠΑΡ. αιματοστάτι] …   Dictionary of Greek

  • αιματοστάτης — ο πολύτιμος λίθος για τον οποίο υπάρχει η αντίληψη ότι έχει την ιδιότητα να σταματά την αιμορραγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αιματοστάτι — το [αιματοστάτης] 1. ο αιματοστάτης* 2. δαχτυλίδι με πέτρα αιματοστάτη …   Dictionary of Greek

  • αιματίτης — Ορυκτό του σιδήρου (Fe2O3) που κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του τριγωνικού συστήματος. Ο α. παρουσιάζεται συχνά σε καλά σχηματισμένους κρυστάλλους, που πολλές φορές έχουν ποικίλη εξωτερική εμφάνιση: συσσωματώματα με ινώδη ακτινωτό ιστό, μορφές… …   Dictionary of Greek

  • αιματόπετρα — η ο αιματοστάτης* …   Dictionary of Greek

  • matostat — MATOSTÁT, matostate, s.n. Piatră semipreţioasă de culoare verde. [pl. şi: (înv.) matostaturi] – Din ngr. matostátis. Trimis de claudia, 08.10.2003. Sursa: DEX 98  matostát s. n., pl. matostáte Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar orto …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»